Τότε που με γυρόφερνε στα... αξιοθέατα του Χατζηκυριακείου είχε μόλις πάρει τη σύνταξή του.
Ένα κράμα τραχύτητας και ευγένειας. Έμφυτης ευγένειας, ανεπιτήδευτης. Ποιος του έμαθε τρόπους; Δεν μαθαίνονται αυτά. Το' χε περηφάνεια. «Εμείς οι Μικρασιάτες είμαστε καλοί άνθρωποι», έλεγε. Κι η μάνα του, αδελφή της γιαγιάς μου, τον καμάρωνε, τον Μιχαλιό της, το λεβέντη της, που πήρε τη Μαριώ από τον Ιέρακα Λακωνίας, αλλά απογόνους δεν απέκτησε.
Όσα παιδικά χάδια του αναλογούσαν, του τα' δωσα εγώ, η αδελφή μου και τα ανήψια του από το σόι της γυναίκας του.
Μεγαλώνοντας, ο θείος Μιχάλης έγινε ο παππούς που δεν είχα. Μέναμε και δίπλα, μία πόρτα. Ένας παππούς διακριτικός και στωικός, πάντα με την καλή κουβέντα, πάντα με το δωράκι του, με τα αστειάκια του, με το κρασάκι του στην ταβέρνα του Θοδωρή με τα μεγάλα βαρέλια, με τα χορταράκια του. Μια ζωή ταπεινή, φτωχική, αλλά αξιοπρεπής. Και πεντακάθαρη.
Όταν έφυγε, έκλαψε όλη η γειτονιά. Δεν είχε κακοκαρδίσει κανέναν.
Στην Πέμπτη Δημοτικού, μας έβαλε ο δάσκαλος εργασία στο σπίτι. Πρωτοποριακά πράγματα. Να μιλήσουμε λέει μ' έναν ήρωα του '40 και να γράψουμε έκθεση. Και πού να τον βρεις τον ήρωα; Παραγγελία να κάνεις; Ο μπαμπάς μου ήταν 10 χρόνων το '40, πώς να τον παρουσιάσω για ήρωα; Απελπισία, και διέξοδος από τη μάνα. «Γιατί δεν μιλάς με τον θείο Μιχάλη; Αυτός πολέμησε στην Αλβανία για τα καλά».
Σοκ. Ο θείος Μιχάλης πολέμησε το '40; Μα ναι, δεν είχα κάνει πριν τους υπολογισμούς. Γεννημένος το 1905, είναι δυνατόν να μην είχε πολεμήσει; Αλλά... ήρωας;
Στα μάτια μου τότε οι ήρωες ήταν κάτι σαν ημίθεοι. Γεμάτοι παράσημα και λεβεντιά και στρατιωτικές στολές και μουστάκια τσιγκελωτά, όχι κατράμι από τον ήλιο και με τα τριμμένα παλιόρουχα της δουλειάς του νταμαρτζή.
Δεν ήθελε να μιλήσει. «Τι να σου πω; Εγώ δεν έκανα τίποτα, ημιονηγός ήμουνα». Ημιονηγός; «Μουλαράς, ρε παιδάκι μου. Μουλάρια είχα και πήγαινα εφόδια στο μέτωπο. Μόνο δύο μάχες έζησα. Ούτε εφόδους, ούτε Κορυτσά, ούτε τίποτα».
Επέμεινα. Τι με έσπρωξε; Από τη μία η απελπισία, να μην πάω σχολείο χωρίς εργασία. Από την άλλη η περιέργεια. Είχα μπροστά μου έναν άνθρωπο που' χε ζήσει αληθινό πόλεμο. «Μαριώ, φτιάξε καφέ», είπε. Και πήρε και τα τσιγάρα του, κάτι Καρέλια Αγρινίου άφιλτρα. Σιγά-σιγά του βγήκαν όλα, σα νεράκι.
Κρύο, χιόνια που δεν είχε δει τόσα στη ζωή του. Να μελανιάζει το πρόσωπο από το κρύο. Κάποιοι ντόπιοι μουλαράδες τους έδειξαν τα μονοπάτια. Είδε και τον στρατηγό Κατσιμήτρο από κοντά. «Τα γαϊδουράκια και τα μάτια σας», τους είπε. «Αυτά θα ταΐζετε πρώτα και μετά θα τρώτε εσείς. Πρώτα θα τρίβετε τα πόδια τους να φύγει το χιόνι και μετά θα λύνετε τις δικές σας τις αρβύλες. Όποιου του ψοφήσει το μουλάρι, θα τα φορτώνεται αυτός στην πλάτη. Τα παλικάρια πολεμάνε, θέλουν φαΐ, θέλουν νερό, θέλουν γράμματα. Εσείς είστε οι άγγελοί τους».
Αυτά τους είχε πει.
Κι άρχισαν τα δρομολόγια. Πόσα έκανε, δεν μπορούσε να μετρήσει. Δεν ξαπόστασε ποτέ. Δεν έκανε και φίλους. Δεν το επεδίωξε. «Κακό ήταν να κάνεις φίλους τότε. Δενόσουνα μ' έναν φαντάρο και την άλλη μέρα μάθαινες ότι σκοτώθηκε. Σ' έπιανε πλάκωμα. Στο τέλος, δεν μιλούσα σε κανέναν. Έδινα τα εφόδια και πάλε (έτσι το' λεγε, πάλε) πίσω».
Μετέφερε τα πάντα. Από βαρέλια με γράσο μέχρι κιλλίβαντες πυροβόλων και από σακιά με πατάτες μέχρι τραυματίες. Θυμόταν έναν. «Ένα παλικάρι από την Κρήτη. Δύο μέτρα. Ένα μουστάκι, να. Του κόψανε το πόδι. Κρυοπαγήματα. Ήταν σκοπός σε προκεχωρημένο και δεν τον αλλάξανε τρεις μέρες. Δεν άφησε τη θέση του. Χωρίς φαΐ, χωρίς φωτιά. Έλιωνε το χιόνι στα χέρια του και το έπινε. Δεν άντεξαν τα πόδια του».
Φοβήθηκε ότι θα πέθαινε; «Τι να φοβηθείς; Δεν προλάβαινες να το σκεφτείς. Σημασία είχε να προχωράς, να πας το δρομολόγιο. Κάποια στιγμή και ο άνθρωπος σκληραίνει, δεν δίνει σημασία για το θάνατο. Ήταν καθημερινό το να βλέπεις ή να μαθαίνεις για σκοτωμένους. Όχι, δεν φοβήθηκα. Λέω τόσοι πεθαίνουν, αν είναι κι εμένα γραφτό μου θα πεθάνω».
Τι σκεφτόταν όταν πήγαινε στο μέτωπο; Ότι πάει σε μια χαμένη υπόθεση, να αντιμετωπίσει την πανίσχυρη Ιταλία και τη Γερμανία; «Κανείς δεν το σκεφτόταν αυτό. Θέλανε να μας πάρουνε την Ελλάδα. Τι να κάναμε, να παραδοθούμε; Δεν γίνεται. Εκείνη τη στιγμή δεν σκέφτεσαι ποιος είναι ο εχθρός κι αν είναι δυνατός. Σκέφτεσαι τη γυναίκα σου. Τη μάνα σου. Το σπίτι σου. Και λες, δεν γίνεται. Δεν θα σε αφήσω. Πάει και τελείωσε. Τέρμα». Και δίνει μια με την παλάμη στο τραπέζι.
Θα μπορούσε να αποφύγει το στρατό, να βρει μια δικαιολογία; «Δεν γίνεται. Όλοι πήγαν, μόνοι τους πήγαιναν να γραφτούν κι έμπαιναν στα τρένα για το μέτωπο. Ακόμα κι αυτοί που δεν το' λεγε η καρδιά τους, γιατί υπήρχαν και τέτοιοι, ντράπηκαν να μείνουν πίσω. Όλοι πήγαν, η γειτονιά άδειασε από παλικάρια. Εμένα με πήρανε ένα μήνα αργότερα, λόγω ηλικίας, ήμουνα στα 35. Με κοιτάζανε με μισό μάτι, μήπως και ήμουνα ακόμα Τούρκος (είχε γεννηθεί στη Μικρασία) και δεν το' χα αλλάξει, για να αποφύγω το στρατό. Είδα κι έπαθα να εξηγήσω στις γυναίκες και τους γέρους ότι περιμένω το χαρτί κι εγώ. Όταν έφυγα, βγήκαν οι γυναίκες στα στενά να με χαιρετήσουνε. Σαν γιορτή».
Τελευταία ερώτηση. Αισθάνεται ήρωας; «Τι ήρωας; Επειδή έκανα το χρέος μου; Κολοκύθια με τη ρίγανη! Ήρωα δεν μπορώ να πω ότι γνώρισα κανέναν. Λέγανε άλλοι φαντάροι στο μέτωπο για ένα παλικάρι που' χε πάρει ένα ύψωμα μόνος του. Ξαφνικά σηκώθηκε μόνος του, φώναξε "αέρα" κι έφυγε μπροστά. Παράσυρε και τους άλλους. Στεκόντουσαν αγάλματα οι λοχίες, οι λοχαγοί. Δεν το πιστεύανε. Το πήραν οι φαντάροι το ύψωμα, χωρίς διαταγές. Αυτός εντάξει, ήτανε ήρωας. Εγώ τι ήμουν; Κουραμάνες τους πήγαινα. Έτσι είναι οι ήρωες;»
Τι βρίσκει κανείς από μια εργασία κρυμμένη στο πατάρι του πατρικού...
Κάθε 28η Οκτωβρίου τον θείο Μιχάλη θυμάμαι. Κι αυτόν τιμώ. Τον ανώνυμο ήρωα της διπλανής πόρτας. Σαν τους χιλιάδες, τους εκατοντάδες χιλιάδες που πήγανε, πολεμήσανε, σακατεύτηκε η ψυχή και το κορμί τους.
Για ένα καθήκον, που τότε έμοιαζε αυτονόητο και τώρα όχι. Χωρίς να λογαριάσουνε πόσα τανκς και κανόνια είχε ο άλλος και πόσα αυτοί. Χωρίς να ποστάρουνε στο Facebook. Χωρίς να αναρωτηθούνε γιατί. Χωρίς να ψάξουνε τρόπο να την κάνουνε γυριστή, να πούνε ότι ήτανε άρρωστοι, να πάρουνε τρελόχαρτο, να μπούνε σε μια βάρκα και να φύγουνε.
Και μετά τον πόλεμο γυρίσανε στα παλιά. Σα να μη συνέβαινε τίποτα. Γίνανε πάλι νταμαρτζήδες, μπογιατζήδες, τσαγκάρηδες, τορναδόροι. Και κλείσανε μέσα τους όσα έζησαν. Δεν τα επικαλέστηκαν. Δεν διεκδικήσανε συντάξεις, επιδόματα. Ούτε καν δάφνες, ένα χειροκρότημα, βρε αδερφέ. Μια αναγνώριση.
Αθάνατη η ψυχή σου, θείε...
** Το κείμενο είναι του Αργύρη Παγαρτάνη και αναδημοσιεύτηκε από το fb, εδώ στο μπλογκ του Harddog, πριν από τρία χρόνια, στις 28 Οκτωβρίου 2020.
@@@@@
harddog.sport@gmail
Πηγή άρθρου
HardDog
Αποποίηση ευθύνης
Ο ιστότοπος είναι μια πλήρως αυτοματοποιημένη υπηρεσία συνάθροισης, ταξινόμησης και ανάρτησης συνοπτικών ειδήσεων και νέων από άλλους ελληνικούς ειδησεογραφικούς ιστότοπους, μέσω της τεχνολογίας RSS. Δεν αναλαμβάνουμε καμία ευθύνη για την επάρκεια, ποιότητα, πληρότητα ή ακρίβεια των ειδήσεων και των νέων που δημοσιεύονται. Δείτε περισσότερα στο τμήμα "Αποποίηση Ευθύνης" των Ορων Χρήσης.