Ο γιος ή η κόρη της πλύστρας που αξιώθηκαν την κοινωνική αναγνώριση, είναι χορτάτοι από υπερηφάνεια για την καταγωγή τους και για τη μητέρα τους. «Τον χορτασμένο μην φοβάσαι, το γιο της πλύστρας να φοβάσαι» που έγραψε η Έλενα Ακρίτα είναι αναντίστοιχο με την ελληνική πραγματικότητα. Πολλά από τα παιδιά τής πλύστρας, του χαμάλη, του λούστρου, του σκουπιδιάρη και άλλων μαχητών της ζωής ξεχώρισαν, πέτυχαν και δεν αποτέλεσαν απειλή για κανέναν ώστε να τους φοβηθεί η κοινωνία.
Η πλύστρα –όρος και εργασία που δεν υπάρχει εδώ και δεκαετίες– δεν ήταν ντροπή. Στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο, που έδωσε ζωντανές εικόνες μιας άλλης Ελλάδας, τα περιφρονημένα επαγγέλματα παρουσιάστηκαν με συμπάθεια, αγάπη και λαϊκότητα, ακόμα και σε κωμωδίες. Η θρυλική «Καφετζού» Καλλιόπη (Γεωργία Βασιλειάδου), έβγαζε το ψωμί της πλένοντας στην σκάφη ρούχα ξένων, ώσπου ο απόφοιτος της οδοντιατρικής Σπύρος –που έγινε καφετζής για να επιβιώσει– την έπεισε να πάρει τη θέση τής επιτυχημένης καφετζούς της γειτονιάς που αναβαθμιζόταν μετακομίζοντας στο Κολωνάκι. Η Καλλιόπη, εκμεταλλευόμενη την αφέλεια κυριών («χορτασμένων» όπως φαινόταν) τους πουλούσε όχι ακριβώς απάτη, αλλά αυτό που ήθελε να ακούσει ο ταραγμένος ψυχισμός τους σε μια εποχή που η καφεμαντεία ήταν αποδεκτή και της μόδας.
Τελικά, η Καφετζού ξεσκέπασε το χορτασμένο μεγαλόσχημο Γιαβάση που είχε εκμεταλλευτεί μια νέα κοπέλα, της πήρε το δαχτυλίδι με την πράσινη πέτρα, το πρόσφερε στη γυναίκα του και αργότερα της το έκλεψε για να το παραδώσει στη Γαλλίδα που του ανταπέδιδε με το αζημίωτο τον έρωτά της στο καμπαρέ που εργαζόταν.
Η σκάφη, η σφουγγαρίστρα, ο γκασμάς, η βελόνα, έθρεψαν γενιές Ελλήνων που δεν φόβισαν κανέναν. Αντίθετα με επιφανείς Γιαβάσηδες που όταν τους βλέπεις κουμπώνεσαι ώς τον λαιμό.
Η πλύστρα –όρος και εργασία που δεν υπάρχει εδώ και δεκαετίες– δεν ήταν ντροπή. Στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο, που έδωσε ζωντανές εικόνες μιας άλλης Ελλάδας, τα περιφρονημένα επαγγέλματα παρουσιάστηκαν με συμπάθεια, αγάπη και λαϊκότητα, ακόμα και σε κωμωδίες. Η θρυλική «Καφετζού» Καλλιόπη (Γεωργία Βασιλειάδου), έβγαζε το ψωμί της πλένοντας στην σκάφη ρούχα ξένων, ώσπου ο απόφοιτος της οδοντιατρικής Σπύρος –που έγινε καφετζής για να επιβιώσει– την έπεισε να πάρει τη θέση τής επιτυχημένης καφετζούς της γειτονιάς που αναβαθμιζόταν μετακομίζοντας στο Κολωνάκι. Η Καλλιόπη, εκμεταλλευόμενη την αφέλεια κυριών («χορτασμένων» όπως φαινόταν) τους πουλούσε όχι ακριβώς απάτη, αλλά αυτό που ήθελε να ακούσει ο ταραγμένος ψυχισμός τους σε μια εποχή που η καφεμαντεία ήταν αποδεκτή και της μόδας.
Τελικά, η Καφετζού ξεσκέπασε το χορτασμένο μεγαλόσχημο Γιαβάση που είχε εκμεταλλευτεί μια νέα κοπέλα, της πήρε το δαχτυλίδι με την πράσινη πέτρα, το πρόσφερε στη γυναίκα του και αργότερα της το έκλεψε για να το παραδώσει στη Γαλλίδα που του ανταπέδιδε με το αζημίωτο τον έρωτά της στο καμπαρέ που εργαζόταν.
Η σκάφη, η σφουγγαρίστρα, ο γκασμάς, η βελόνα, έθρεψαν γενιές Ελλήνων που δεν φόβισαν κανέναν. Αντίθετα με επιφανείς Γιαβάσηδες που όταν τους βλέπεις κουμπώνεσαι ώς τον λαιμό.
Διονύσης Βραϊμάκης
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ:
Ο διαχρονικός τρεχαλατζής Έλληνας σε ένα εξαιρετικό σκίτσο
Πηγή άρθρου
HardDog
Αποποίηση ευθύνης
Ο ιστότοπος είναι μια πλήρως αυτοματοποιημένη υπηρεσία συνάθροισης, ταξινόμησης και ανάρτησης συνοπτικών ειδήσεων και νέων από άλλους ελληνικούς ειδησεογραφικούς ιστότοπους, μέσω της τεχνολογίας RSS. Δεν αναλαμβάνουμε καμία ευθύνη για την επάρκεια, ποιότητα, πληρότητα ή ακρίβεια των ειδήσεων και των νέων που δημοσιεύονται. Δείτε περισσότερα στο τμήμα "Αποποίηση Ευθύνης" των Ορων Χρήσης.