Όταν ήταν παιδί…
Κοκκινοχώρι Καβάλας! Ο Βασίλειος Κεσογλίδης, μεγαλώνει με
τα αδέλφια του, τον Δαμιανό και την Αναστασία. Στο σπίτι η μάνα του τραγουδάει παραδοσιακά τραγούδια, πολύ όμορφα. Εκείνος, κάποτε, θα τανε – δε θα τανε 8 χρονών έχει ακούσει “Το τελευταίο βράδυ μου” του Καζαντζίδη και το έχει μάθει απέξω. Σπάει το μοναδικό καλό μπολ στο σπίτι και το έκανε ηχείο. Φωνάζει τους φίλους του και κάνανε μπάντα έξαλλη. Γυρνάει η μάνα, βλέπει τι έγινε το μπολ της και το μουσικό συγκρότημα να τα δίνει όλα και τον αρχίζει με τη παντούφλα στο ξύλο. Όσο πιο πολύ τον βάραγε, τόσο περισσότερο της έλεγε πως, ναι, αυτός θα γίνει τραγουδιστής! Στα δέκα του χρόνια, η οικογένεια θα ζητήσει δουλειά και καλύτερη ζωή στη Θεσσαλονίκη. Δυο δωμάτια σπίτι. Στο ένα, τα τρία παιδιά. Στο άλλο οι γονείς. Στριμωγμένοι μα περήφανοι. Να μην ξέρει κανείς πως δυσκολεύονται! Ο πατέρας εργάζεται ως οικοδόμος και η μάνα γινεται καθαρίστρια. Την ακολουθούσε συχνά στη δουλειά. Παιδάκι αυτός, μια σταλιά, έκανε ό,τι μπορούσε να αλαφρύνει τον κόπο της. «Δεν είναι ντροπή» έλεγε. «Καθαρίζαμε σκάλες παρεούλα. Δε μου το ζήτησε εκείνη. Εγώ ένιωθα την ανάγκη να τη βοηθάω. Να μην τυραννιέται… Τη θυμάμαι γονατισμένη, με τα πρησμένα γόνατα, να πλένει τα μάρμαρα, να με κοιτάει με την άκρη του ματιού της και να μην το δέχεται ότι ήμουν και εγώ στο πλάι της γονατισμένος και έδινα ένα χέρι στη δουλειά. Έτσι είναι οι μάνες…».Απ' τα 13 του στα συνεργεία αυτοκινήτων και να φοβάται τα όνειρα…
Δεν έκανε όνειρα! Να έχει κάτι να φάει την άλλη μέρα ήθελε. Δε σκέφτηκε ποτέ να γίνει κάτι σπουδαίο, ούτε ομολογούσε τον εαυτό του, πως ήθελε πολύ να ταξιδέψει. Να γίνει μηχανικός αυτοκινήτων. Αυτό μάλιστα! Κι ας τραγουδούσε όλη τη μέρα. Πεθαίνει ο πατέρας του. Νωρίς. Ο Βασίλης βγαίνει στην άγρια βιοπάλη. Από τα 13 του και για δέκα χρονιά, βουτάει στη μουντζούρα και στα λάδια των μηχανών και ζει την οικογένεια του. Στα 16 του, στο “Πρόσφυγας” στον Εύοσμο Θεσσαλονίκης βρίσκεται με την παρέα του και τραγουδούσαν. Ένας μουσικός τον ακούει και του πρότεινε να πηγαίνει τα Σάββατα να λέει κανένα τραγουδάκι. Ντρεπότανε! Με τα πολλά, είπε το ναι! Το μαγαζί χώραγε 150 άτομα και έλεγαν λαϊκά τραγούδια και ποντιακά. Στην πρεμιέρα του πήγε όλη η γειτονιά του. Έκλεισε ο δρόμος. Δεν χώραγαν στο μαγαζί. Τότε ήταν που άρχισε να νιώθει τη φλόγα να γίνει, ναι, τραγουδιστής. Έκανε τρεις δουλειές. Και στο συνεργείο αυτοκινήτων και στο μηχανοστάσιο του ΟΣΕ στη Θεσσαλονίκη και στο τραγούδι. Το 1976 είναι πια μόνο τραγουδιστής με 4 εμφανίσεις τη βραδιά. Άλλαζε ρούχα μέσα στο αυτοκίνητο. Πολεμήθηκε πολύ στην αρχή του. Ο ίδιος προσπάθησε αυτά που πέρασε να μην τα πάθουν όσοι ήταν δίπλα του. Και έλεγε αν αδίκησε κανέναν, ήταν άθελα του και να τον συχωρούν.
Διαβάστε εδώ ολόκληρο το θέμα της Αλεξάνδρας Τσόλκα στο spotlightspot.com. Τίτλος του: «Βασίλης Καρράς: 12 Νοεμβρίου 1953 – παραμονές Χριστουγέννων 2024 και η ζωή του που δεν χωράει σε ένα σημείο στίξης, σε μια παύλα»
Αποποίηση ευθύνης
Ο ιστότοπος είναι μια πλήρως αυτοματοποιημένη υπηρεσία συνάθροισης, ταξινόμησης και ανάρτησης συνοπτικών ειδήσεων και νέων από άλλους ελληνικούς ειδησεογραφικούς ιστότοπους, μέσω της τεχνολογίας RSS. Δεν αναλαμβάνουμε καμία ευθύνη για την επάρκεια, ποιότητα, πληρότητα ή ακρίβεια των ειδήσεων και των νέων που δημοσιεύονται. Δείτε περισσότερα στο τμήμα "Αποποίηση Ευθύνης" των Ορων Χρήσης.